- καθημέραν
- καθημέραν και καθ' ήμέραν (AM)επίρρ. καθημερινά, κάθε μέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ' ἡμέραν»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
на — 1 (на50000) предл. I. С вин. п. 1.Употребляется при обозначении предмета, на поверхность которого направлено действие, движение с целью расположения, размещения кого л., чего л. на нем: платити... ѿ капи. и ѿ всѧкого вѣснаго товара. что кладѹть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καθημεροθύτης — καθημεροθύτης, ὁ (Α) επιγρ. ο τακτικός ιερέας, σε κάποιο ναό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθημέραν + θύτης (< θύω (Ι))] … Dictionary of Greek
ολοκαρπώ — ὁλοκαρπῶ, όω (Α) [ολόκαρπος] 1. προσφέρω πλήρη θυσία 2. παθ. όλοκαρποῡμαι, όομαι (για θυσία που γίνεται στους θεούς ή στον θεό) προσφέρομαι ολόκληρος («θυσίαι αὐτοῡ ὁλοκαρπωθήσονται καθημέραν ἐνδελεχῶς», ΠΔ) … Dictionary of Greek